Dictionary of Greek. 2013.
κοδομήιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοδομείον — κοδομεῑον, ιων. τ. κοδομήιον, τὸ (Α) [κοδομεύς] το δοχείο μέσα στο οποίο έψηναν κριθάρι … Dictionary of Greek